- ναυλομεσιτικά
- τα плата за посредничество при фрахтовании судна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναυλομεσιτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναυλομεσίτη («ναυλομεσιτικό γραφείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναυλομεσιτικά η αμοιβή τού ναυλομεσίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλομεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek